ξελιγώνομαι

ξελιγώνομαι
ξελιγώνομαι, ξελιγώθηκα, ξελιγωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξελιγώνω — 1. παραλύω κάποιον από ηδονή ή ευχαρίστηση 2. προκαλώ σε κάποιον λιγούρα, ζαλάδα 3. καταπονώ, κουράζω υπερβολικά 4. (το μέσ.) ξελιγώνομαι α) με πιάνει λίγωμα β) αναλαμβάνω τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι από λιποθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * +… …   Dictionary of Greek

  • ξελιγώνω — ξελίγωσα, ξελιγώθηκα, ξελιγωμένος 1. προκαλώ λιγούρα, ζάλη, αναγούλα, κουράζω κάποιον: Με ξελίγωσε με την επιμονή του. 2. το μέσ., ξελιγώνομαι νιώθω ζάλη από πείνα, κουράζομαι: Ξελιγώθηκα από πείνα. 3. για γυναίκα, μεθώ, αποχαυνώνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”